βελονιάζω

βελονιάζω
-ιασα, -ιάστηκα, βελονιασμένος
1. περνώ την κλωστή στη βελόνα: Γέρασα και δε βλέπω να βελονιάσω.
2. ράβω, τρυπώνω: Έλα να βελονιάσεις τον ποδόγυρο.
3. τρυπώ, αγκυλώνω: Δέσε μου το δάχτυλο, γιατί βελονιάστηκα.
4. περνώ κάτι σε ένα νήμα χρησιμοποιώντας μια βελόνα, κάνω αρμαθιά: Βελονιάζουν τα φύλλα του καπνού για να τα ξεράνουν στον αέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βελονιάζω — βελονιάζω, βελόνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… …   Dictionary of Greek

  • αβελόνιαστος — η, ο [βελονιάζω] 1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας 2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή 3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος …   Dictionary of Greek

  • διεκβάλλω — (Α διεκβάλλω) [εκβάλλω] 1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω 2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο αρχ. 1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι 2. περιέρχομαι 3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους 4. πληρώνω… …   Dictionary of Greek

  • τρυπώνω — τρύπωσα, τρυπώθηκα, τρυπωμένος 1. μτβ., κρύβω κάτι, το χώνω κάπου για απόκρυψη, το καταχωνιάζω: Πού το τρύπωσε και δεν το βρίσκω; 2. ράβω κάτι πρόχειρα με αραιές βελονιές, βελονιάζω: Να σου τρυπώσω λίγο το σακάκι; 3. αμτβ., μπαίνω σε τρύπα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”