- βελονιάζω
- -ιασα, -ιάστηκα, βελονιασμένος1. περνώ την κλωστή στη βελόνα: Γέρασα και δε βλέπω να βελονιάσω.2. ράβω, τρυπώνω: Έλα να βελονιάσεις τον ποδόγυρο.3. τρυπώ, αγκυλώνω: Δέσε μου το δάχτυλο, γιατί βελονιάστηκα.4. περνώ κάτι σε ένα νήμα χρησιμοποιώντας μια βελόνα, κάνω αρμαθιά: Βελονιάζουν τα φύλλα του καπνού για να τα ξεράνουν στον αέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.